Την εισβολή της Τουρκίας στη βόρεια περιοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 20 Ιουλίου 1974, συνήθως την θυμόμαστε ως την κύρια επιθετική ενέργεια της Τουρκίας εκείνη την χρονιά. Αυτό που συχνά παραβλέπεται είναι ότι στις 14 Αυγούστου 1974, η Τουρκία εξαπέλυσε μια δεύτερη και ακόμη πιο καταστροφική εισβολή, κατά την οποία επέκτεινε την περιοχή που κατέλαβε τον Ιούλιο, για να καλύψει το 36% της επικράτειας και το 57% της ακτογραμμής της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το πρόσχημα για την τουρκική εισβολή ήταν βάση της τουρκικής πρωθυπουργικής διαβεβαίωσης, η προστασία των Τουρκοκυπρίων που αποτελούσαν περίπου το 18% του πληθυσμού του νησιού, ένα επιχείρημα που ήταν τόσο αδύναμο τότε όσο και τώρα. Όμως η ιστορία αποδεικνύει ότι η Τουρκία ενήργησε αντίθετα με αυτή την πρωθυπουργική διαβεβαίωση περιφρονώντας το κράτος δικαίου. Αυτό φαίνεται από τις κατάφωρες παραβιάσεις του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, των Συμβάσεων της Γενεύης και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Με την πρώτη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, στις 22 Ιουλίου, είχε καταληφθεί μια περιοχή περίπου 153 km². Στις 30 Ιουλίου, όταν υπογράφηκε η Διακήρυξη της Γενεύης, είχαν καταλάβει περίπου 337 km². Στις 8 Αυγούστου, όταν ξεκίνησε η δεύτερη Διάσκεψη της Γενεύης, είχε καταληφθεί συνολική έκταση 364 km². Ο πρώτος γύρος της εισβολής είχε ως αποτέλεσμα 32.000 πρόσφυγες, 1.000 εγκλωβισμένους, πολλούς νεκρούς και τραυματίες, αιχμαλώτους, βιασμούς, καταστροφές, λεηλασίες. Μετά από μια σύντομη παύση, στις 04:35 της 14ης Αυγούστου 1974, η Τουρκία ξεκίνησε τη δεύτερη εισβολή η οποία διήρκεσε μέχρι τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στις 16ης Αυγούστου 1974. Μέχρι τότε, μια περιοχή περίπου 3.095 km² είχε καταληφθεί, η οποία προστέθηκε σε αυτήν που είχαν καταλάβει νωρίτερα οι Τούρκοι. Περιλάμβανε τμήματα της Αμμοχώστου και της Λευκωσίας, 8 αγροτικούς δήμους, καθώς και 173 χωριά. Την επόμενη κιόλας μέρα, οι Τούρκοι άρχισαν να παραβιάζουν την εκεχειρία στην οποία είχαν συμφωνήσει οι ίδιοι. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1974, μια συνολική έκταση 3.241,68 km² (35,04% της Κύπρου) είχε καταληφθεί, προσθέτοντας περισσότερα τμήματα της Αμμοχώστου και 15 χωριά. Δημιουργήθηκε μια νεκρή ζώνη μεταξύ των θέσεων των δυνάμεων κατοχής και της Εθνικής Φρουράς, συνολικού μήκους περίπου 180,5 km, έκτασης περίπου 242,23 km² (που ανέρχεται στο 2,62% της Κύπρου), που περιλαμβάνει 10 Δήμους και χωριά. Αμέσως μετά το τέλος των τουρκικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, ξεκίνησε μια άνευ προηγουμένου συστηματική διαδικασία εκτουρκισμού και εξισλαμισμού. Αυτήν την στιγμή υπάρχουν στο νησί περίπου 35.000-40.000 Τούρκοι στρατιώτες. Έχουν αλλάξει τα ονόματα 179 οικισμών, χωριών και Δήμων, καθώς και 21.000 τοπωνύμια και ονόματα δρόμων. Τουλάχιστον 77 εκκλησίες έχουν μετατραπεί σε τζαμιά και τουλάχιστον 87 νέα τζαμιά έχουν χτιστεί. Έχουν ανεγερθεί δεκάδες τουρκικά μνημεία. Δύο προκλητικές σημαίες στον Πενταδάκτυλο έχουν δημιουργηθεί και το 1983 αυτοανακηρύχθηκε η λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ)», ένα ψευδοκράτος. Η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία, από την οποία και εξαρτάται πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά. Τα Ηνωμένα Έθνη εξακολουθούν να αναγνωρίζουν την κυριαρχία της νόμιμης Κυπριακής Δημοκρατίας σε όλη την επικράτεια του νησιού και έχουν ανακηρύξει την προσπάθεια απόσχισης ως παράνομη. Σχεδόν μισό αιώνα μετά, εξακολουθούν να υπάρχουν 975 αγνοούμενοι. Συνοψίζοντας, μέχρι τις 16 Αυγούστου 1974, η Τουρκία κατέχει παράνομα το 36% της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η κατάσταση παραμένει αμετάβλητη 49 χρόνια μετά.
Μετά από όλα αυτά τα τεκμήρια και στοιχεία, διερωτάται κανείς, η διεθνής κοινότητα τι ρόλο έχει και γιατί δεν επεμβαίνει να βάλει ένα τέλος σε αυτήν την παρανομία, εφόσον τα ίδια τα Ηνωμένα Έθνη έχουν ανακηρύξει την προσπάθεια απόσχισης ως παράνομη;;;
Σοφία Τζουμερκιωτη – Αντιπρόεδρος
Κ.Υ.Μ.Α. Ελληνισμού (Κίνημα Υπέρ Μνήμης Αξιών Ελληνισμού)