Η 25η Μαρτίου, πέρα απ’ την ημέρα εορτασμού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, έχει οριστεί σαν την ημέρα εορτασμού της έναρξης του ένοπλου αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας απ’ τον οθωμανικό ζυγό.

Κάθε χρόνο, ανήμερα της σημερινής, πραγματοποιούνται παρελάσεις και εκδηλώσεις σε όλη τη χώρα προς τιμήν και εις μνήμην των αγωνιστών αλλά και του αγώνα τους για την απελευθέρωση του Έθνους. Τα ΜΜΕ αναπαράγουν ταινίες και τεκμηριογραφήματα σχετικά με την Επανάσταση του 1821 αλλά και τις επετειακές παρελάσεις ή αποσπάσματα αυτών.

Φυσικά απ’ την επόμενη μέρα όλοι θα επανέλθουν στους «φυσιολογικούς» ρυθμούς και τα ΜΜΕ θα επαναφέρουν τα «καθημερινά» προγράμματά τους. Δεν θα αναπαραχθεί τίποτα σχετικό με αυτούς τους αγώνες ή τους αγωνιστές μέχρι την επέτειο του επομένου χρόνου.

Το άρθρο αυτό δεν θα ασχοληθεί με γελοιότητες περί «ταξικών επαναστάσεων» καθώς οποιοσδήποτε έχει διαβάσει τα λόγια του Αρχιστράτηγου (κατά την επανάσταση) Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα και κατέχει τις βασικές ιστορικές γνώσεις, γνωρίζει πως την επανάσταση την ξεκίνησαν Έλληνες που κατείχαν πλούτο, μόρφωση και αξιώματα (Υψηλάντης, Σούτσος, Καρατζάς, οι τρεις “Φιλικοί”, οι Φαναριώτες, Ιερός Λόχος κ.α) υπέρ της εθνικής ολοκλήρωσης. Το «ελευθερία ή θάνατος» δεν έχει κάποιο οικονομικό αίτημα.

Το άρθρο αυτό δεν θα ασχοληθεί με την ανάλυση του πλήθους των ιστορικών πηγών που αναφέρουν ανθρώπους συγκεκριμένης καταγωγής που κατέσφαξαν πόλεις θέλοντας να δείξουν πως μοιράζονται το μίσος των Τούρκων κατά των Ελλήνων.

Το άρθρο αυτό δεν θα ασχοληθεί με τον εορτασμό της επανάστασης αλλά με το γεγονός μιας χαμένης ευκαιρίας και μιας κατάντιας που προκύπτει από την σύγκριση του τότε “σκλαβωμένου” Έλληνα με τον τώρα “ελεύθερο” ραγιά.

Δεν μπορούμε να γιορτάσουμε το κράτος που μας επέβαλλαν και κυβερνά μέχρι και σήμερα, απ’ την στιγμή που τα θεμελιώδη ιδανικά του ελληνικού κόσμου εκλείπουν.

Είναι γνωστό πως αν δεν είχε «κλείσει» η ελληνική επανάσταση με την εμφύτευση αυτού του «κράτους» καταλύοντας τα θεμέλια του ιστορικού ελληνισμού από την αρχαιότητα αλλά και όπως σχεδιάστηκε κατά την επανάσταση, η τύχη της ανθρωπότητας σήμερα θα ήταν διαφορετική. Δεν θα ζούσαμε στην «απολυταρχία» και στην συνέχεια, στην εκλόγιμη μοναρχία που ζούμε σήμερα. Ο διαφωτισμός δεν θα είχε μέλλον.

Μπορεί να ήταν πρόοδος για την «δύση» αλλά θα βρισκόταν στο σκοτάδι σε σχέση με αυτό που ανέκαθεν αντιπροσώπευε ο ελληνικός κόσμος. Για αυτό και οι ξένες δυνάμεις φρόντισαν να καταλυθεί ο ελληνικός πολιτισμός ώστε να κυριαρχήσει η «δύση».

Η ελληνική επανάσταση δεν είναι, απλά, ένα μεγάλο γεγονός του 19ου αιώνα αλλά ένα επαναστατικό γεγονός το οποίο αναγγέλλει την επόμενη περίοδο της ιστορίας κατά την οποία συγκροτούνται τα κράτη από τα έθνη και όχι από τους ηγεμόνες.

Είναι μια επανάσταση που αναγγέλλει τόσο το τέλος της οθωμανικής/ασιατικής ηγεμονίας όσο και το τέλος της «δυτικής» απολυταρχικής δεσποτείας. Αυτό που τρόμαξε την Ευρώπη ήταν ακριβώς η διαφορά φύσεως που υπήρχε, ακόμη, μεταξύ του ελληνικού κόσμου (ακόμα και υπό καθεστώς κατοχής) και του “δικού” της κόσμου.

Φοβήθηκε μήπως η ελληνική επανάσταση «οικειοποιηθεί» την οθωμανική αυτοκρατορία και δημιουργήσει ένα κράτος που θα είναι αντίστοιχο προς τις δυνάμεις της (των δυνάμεων της Ευρώπης) αλλά αναντίστοιχο προς τα πολιτικά της δεδομένα. Για αυτόν τον λόγο άλλωστε είχε δημιουργηθεί και η «Ιερή Συμμαχία», μια συνθήκη, που απαρτιζόταν απ’ τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής και είχε σαν σκοπό την διατήρηση της «ειρήνης» στην Ευρώπη. Φυσικά ο πραγματικός σκοπός της ήταν η επέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα άλλων χωρών.

Ο Γάλλος ιστορικός Ζακ Λε Γκοφ ομολογεί πως «ο μεγάλος και μισητός αντίπαλος της ευρωπαϊκής δύσης δεν ήταν ποτέ οι Τούρκοι, ήταν οι Ελληνες, το «Βυζάντιο», η «Πόλη».
Ανακουφίστηκαν, όταν χάθηκε η Πόλη και στα τετρακόσια χρόνια υποδούλωσης των Ελλήνων κατάφεραν να μονοπωλήσουν την αρχαιοελληνική κληρονομιά, ονομάζοντας τον σφετερισμό αυτόν «Αναγέννηση».

Είναι ύβρις να αγνοούμε την συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού στους αιώνες της Τουρκοκρατίας, να θεωρούμε «παλιγγενεσία» τη βίαιη και μεθοδική υποταγή μας στον υποτιθέμενο ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Είναι αστείο να υποστηρίζεται πως για τετρακόσια χρόνια, ο Ελληνισμός ήταν ιστορικά νεκρός. Να υποστηρίζεται πως δεν είχε γλώσσα, δεν υπήρχε αρχιτεκτονική, δεν είχε τέχνη, μουσική, ζωγραφική, χορούς, φορεσιές, κοινωνικούς θεσμούς, λόγια παράδοση αλλά και επιστημονική «κοινότητα», έστω και αχαρτογράφητη.

Οφείλουμε να γνωρίζουμε πως πρόκειται περί εθνεγερσίας και όχι «παλιγγενεσίας».

Ο Ελληνισμός ηττήθηκε πολεμικώς αλλά δεν ηττήθηκε βιολογικώς ούτε πολιτιστικώς. Υπήρχε μεγάλη δραστηριότητα του Ελληνισμού στη Αγγλία, Ιταλία, Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία, Ρωσία αλλά και μέχρι τον ποταμό Ίστρο. Είναι γνωστό τοις πάσι πως μεγάλη δραστηριότητα υπήρχε και στην κατεχόμενη Ιωνία.

Η βυζαντινή αριστοκρατία του πλούτου, του πνεύματος και του αγώνος, μετά την άλωση, κατέφυγε στο εξωτερικό, αναδημιουργήθηκε και έφτασε να ηγείται άλλων χωρών πλην της Ελλάδος που υπήρχαν οι Τούρκοι (καθεστώς οσποδάρων).

Εντός της Ελλάδος, υπήρχε ο θεσμός της κοινότητας. Υπήρχε ενότητα μεταξύ των κοινοτήτων καθώς λειτουργούσε ο θεσμός της αντασφαλίσεως και την όποια ζημία την επιμεριζόταν το κοινωνικό σύνολο. Υπήρχε και η αλληλεγγύη μεταξύ των Ελλήνων. Έστελναν τα παιδιά που είχαν κάποια έφεση (είτε στο εμπόριο, είτε στα γράμματα) στους ηγεμόνες των παραδουνάβιων ηγεμονιών και είτε μάθαιναν την αγορά (γίνονταν έμποροι) είτε στέλνονταν στα πανεπιστήμια του εξωτερικού είτε σε σχολές εντός των κατεχομένων εδαφών (Ελληνομουσεία).

Οι Έλληνες όργωναν τη Μεσόγειο με τους στόλους τους, κυριαρχούσαν ως έμποροι στις αγορές της Ευρώπης, διακριτοί και σεβαστοί στα μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής.

Ο αγώνας που ξεκίνησε το 1821 δεν ήταν μια απλή επανάσταση (όπως η γαλλική, αμερικάνικη, των καρμπονάρων κτλ) αλλά μια επανάσταση που κράτησε 7 χρόνια και είχε ως συνέπειες 800.000 νεκρούς και την πλήρη καταστροφή της Ελλάδος. Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάς «δεν υπήρχε τίποτα», ο κόσμος πειναλέος, καθημαγμένος, χωρίς τα στοιχειώδη προς το ζην.

Τότε παρουσιάστηκαν οι «πολυτέλειες» της διχόνοιας και των κομμάτων (αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό). Ταυτόχρονα ένα κίνημα μεταξύ των πολιτικών οι οποίοι σαν σύνολο στράφηκαν κατά των στρατιωτικών και εκείνοι σαν σύνολο στράφηκαν κατά των πολιτικών διότι οι στρατιωτικοί υποστήριζαν πως εκείνοι πολέμησαν, εκείνοι αγωνίστηκαν, εκείνοι ελευθέρωσαν την Ελλάδα και «τώρα» έρχονταν άλλοι, άγνωστοι, απ το εξωτερικό, απόντες απ’ τους αγώνες, οι οποίοι έπαιρναν τα αξιώματα και τους υποχρέωναν στην εσχάτη ένδεια.

Και πράγματι είναι γνωστό το τέλος των στρατιωτικών του 1821 με τους περισσότερους να πεθαίνουν είτε στην φυλακή είτε να πένονται και να ζητούν ελεημοσύνη στον δρόμο.

Καλούμαστε λοιπόν, αγγίζοντας τα όρια της κοροϊδίας από μεριάς της πολιτείας, να γιορτάσουμε την Επανάσταση του 1821, χωρίς να καταλαβαίνουμε τους στόχους της και χωρίς να γνωρίζουμε την ιστορία της ή το πραγματικό της τέλος.

Μιλάμε για αγώνα ανεξαρτησίας και απόδοση τιμών σε εκείνους που τότε αρνήθηκαν υποταγή και υποτέλεια στους Τούρκους , όντας σήμερα απολύτως εξαρτημένοι και υπόδουλοι, ως δήθεν κράτος που ζει μόνο με δανεικά έχοντας ενεχυριάσει , τους αρχαιολογικούς του θησαυρούς, τον ορυκτό του πλούτο και κάθε είδους φυσικής κληρονομιάς (παραλίες, νησιά κτλ)

Αυτή η επέτειος θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για να γεννηθεί ένας προβληματισμός αλλά φαίνεται ήδη σαν «τελειωμένη υπόθεση» απ’ την στιγμή που το κράτος οργανώνει υπό αυτές τις συνθήκες και με άσχετα άτομα σε «θέσεις-κλειδιά» τον εορτασμό.

Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και ηγέτιδα του εορτασμού, είναι μια κοινωνική ντροπή που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να ηγηθεί του εορτασμού αυτοσυνειδησίας των Ελλήνων. Αντιπροσωπεύει όλους τους λόγους που απέχουμε ιστορικά και ηθικά από το θαύμα του 1821. Εκπροσωπεί τον «προοδευτικό» μηδενισμό, τον μαρξιστικό και καπιταλιστικό κομμουνισμό που ηγεμονεύει της χώρας.

Ο εορτασμός αποτελεί μια τυπικότητα.

Οι «πολιτικοί» μας δεν έχουν την αξιοπρέπεια ή την σοβαρότητα να γιορτάσουν μια τέτοια επέτειο και να υποστηρίξουν τις αξίες αυτού του έθνους καθώς μέσα σε 100 χρόνια οι πολιτικάντηδες έχασαν την Β. Ήπειρο, την Ίμβρο, την Τένεδο, τις Λαγούσες Νήσους, την μισή Κύπρο και παρέδωσαν το όνομα της Μακεδονίας στους Σκοπιανούς.

Μιλούν για «brain drain» την στιγμή που δεν φροντίζουν τον απόδημο Eλληνισμό και δεν φροντίζουν να λειτουργούν ελληνικά σχολεία σε ξένες χώρες. Μετατρέπουν σε μειονεξία και ντροπή την ελληνικότητα αντί για προσόν και τιμή.

Μεταμόρφωσαν τον Ελληνισμό από αυτοκρατορία σε θλιβερό απολειφάδι ενός πολιτισμικού γίγαντα. Τους Έλληνες, από έναν υπερήφανο λαό σε φοβισμένους και μειονεκτικούς ανθρώπους που «βάζουν τα ρούχα τους αλλιώς» μπας και δείξουν κάτι άλλο από αυτό που είναι. Εκεί τελειώνει η συμμετοχή μας στο ιστορικό γίγνεσθαι. Πλέον είμαστε δήθεν Ευρωπαίοι, δήθεν διεθνιστές και πατριώτες που δεν ενοχλούνται από τις προκλήσεις του Ερντογάν, τους εμπαιγμούς του Ζάεφ και την ταπείνωση που δεχόμαστε από άλλους λαούς.

Οι πολιτικάντηδες, απ’ τους Μαυροκορδάτους που δολοφόνησαν τον Καποδίστρια και έφεραν τα πρώτα δάνεια της ανεξαρτησίας για χάρη των Άγγλων, στους πολιτικάντηδες που πρόδωσαν την εκστρατεία του 1922 (χάρη της φιλίας των Άγγλων με τους Τούρκους), στο σημερινό πολιτικό σύστημα που συνεχίζει να εξυπηρετεί ξένα συμφέροντα και καταστρέφει όλες τις γέφυρες με τον ιστορικό Ελληνισμό, καταστρέφουν οτιδήποτε μπορεί να επαναφέρει τα μεγαλεία τα οποία αξίζει το έθνος των Ελλήνων.

Καταστρέφουν την παιδεία με τον πιο αισχρό τρόπο και όχι μόνο δεν φροντίζουν να γνωρίζουμε την ιστορία, την γλώσσα και το πλήθος των επιστημών τις οποίες διδάξαμε σε όλον τον κόσμο αλλά φροντίζουν να στήνουν κομματικά περίπτερα σε όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας ώστε να συνεχίσουν να αναπαράγουν αμόρφωτα όντα που θα πορεύονται βάσει συμφερόντων και θα διαιωνίσουν την κομματοκρατία που μας έφερε σε αυτό το σημείο.

Αντιθέτως αν κάποιος δείχνει ένα ίχνος Ελληνισμού ή αγάπης προς το Έθνος και την πατρίδα του, κατηγορείται σαν μη προοδευτικός , οπισθοδρομικός και πολεμάται μέχρι να αρνηθεί την ταυτότητά του, να αντικαταστήσει την «εμπειρία» με τις «εντυπώσεις», την πραγματικότητα με την φαντασία, την ιδεοληψία με την πεποίθηση, το χρήμα με το μέτρο επιτυχίας και την ευτυχία με μια στιγμιαία ηδονή. Ο απόλυτος μηδενισμός.

Καταλήγοντας, κατά την διάρκεια της επαναστάσεως υπήρχαν τρεις ασυμβίβαστες νοοτροπίες.

α) «Πολεμούμε για να πάρουμε την Πόλη και την Αγιά Σοφιά» (Υψηλάντης, Παπαφλέσσας, Φεραίος).

β) «Εκμεταλλευόμαστε τις σημαντικές «θέσεις-κλειδιά» που κατέχουν Έλληνες και αναλαμβάνουμε την οθωμανική αυτοκρατορία εκ των έσω» (Καποδίστριας, Κοραής).

γ) «Πολεμούμε ώστε να εξευρωπαϊστούμε και να γίνουμε ένας ευρωπαϊκός λαός» (άποψη που εξέφραζε ένα ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού και που δυστυχώς επικράτησε λόγω των Μαυροκορδάτων).

Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, ο λαός πολέμησε υπέρ πίστεως και πατρίδος. Για την εθνεγερσία και την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Οι άνθρωποι του πλούτου, οι άνθρωποι του πνεύματος και οι άνθρωποι του πολέμου είχαν σαν μόνο σκοπό την Ελλάδα και την “Μεγάλη Ιδέα”. Προσέφεραν οποιαδήποτε θυσία δίχως να πάρουν ποτέ το παραμικρό αντάλλαγμα αλλά ούτε και ένα “ευχαριστώ”.

Ο αγώνας ήταν νικηφόρος και αν δεν είχε επέλθει η διχόνοια και το «πούλημα» των πολιτικών, θα μιλούσαμε για μια άλλη Ελλάδα σήμερα.

Η επανάσταση νικήθηκε και νικήθηκε υπό τις δυσμενέστερες συνθήκες. Όταν τον Φεβρουάριο του 1821 ο Υψηλάντης οργάνωσε τον στρατό για να επαναστατήσει ήταν η χειρότερη περίπτωση από πλευράς διεθνών συγκυριών. Τότε ακριβώς στο Λάιμπαχ πραγματοποιούνταν η διάσκεψη της Ιεράς Συμμαχίας. Η Ιερά Συμμαχία υπό την ηγεσία του Μέττερνιχ είχε συμφωνήσει πως όπου υπάρχει επαναστατικό κίνημα θα επέμβει και θα το διαλύσει (το απέτρεψε η διπλωματία του Καποδίστρια). Χειρότερη περίπτωση διεθνών συγκυριών δεν μπορούσε να υπάρξει, και όμως, τότε ακριβώς κηρύξαμε την επανάσταση. Οποιοσδήποτε λογικός θα έλεγε πως κάτι τέτοιο ήταν παράλογο (όπως έκανε και ο Καποδίστριας). Παρόλα αυτά το πνεύμα του 1821 μας διδάσκει πως πρέπει να αγωνιζόμαστε χωρίς να κοιτάξουμε «συνθήκες» και να αναρωτηθούμε «τι θα πουν οι “ξένοι”».

Η προσπάθεια έγινε γιατί γνώριζαν πως πρέπει να αγωνιστούν και όχι επειδή είχαν κάποιο βέβαιο αποτέλεσμα. Το πνεύμα που πρέπει να μεταλαμπαδεύεται στις επόμενες γενεές είναι πνεύμα αγώνος και όχι πνεύμα αποτελέσματος. “..δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἄρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε «ποῦ πᾶτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση» είπε ο Κολοκοτρώνης.

Πρέπει να αγωνιζόμαστε εφόσον υπάρχει ιδεαλισμός στον αγώνα και μια Μεγάλη Ιδέα! Πρέπει να αγωνιστούμε για την Πατρίδα μας, την Θρησκεία μας, το Έθνος μας, την Γλώσσα μας και την επαναφορά του Ελληνικού Πνεύματος εν συνόλω. Η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς και η πρόοδος είναι έργο των ανικανοποίητων.

Ο Καραϊσκάκης μας υπενθυμίζει πως «ο κατάλληλος χρόνος για την επανάσταση είναι «ΠΑΝΤΑ».

 

Τούντας Δημήτριος
Υπεύθυνος Τύπου Κ.Υ.Μ.Α. Ελληνισμού
Κίνημα Υπέρ Μνήμης Αξιών Ελληνισμού (Κ.Υ.Μ.Α)

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ