Πολλές φορές στην πλούσια Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, πολλά ιστορικά γεγονότα διανθίζονται από αριθμούς που ουσιαστικά δεν παίζουν κανένα ρόλο στην εξέλιξή τους.

Αυτό αν το παρατηρήσει κανείς, δεν συμβαίνει πάντα. Υπάρχει ένας αριθμός που αποτελεί τον σημείο κατατεθέν, σε ότι φανερώνει αυταπάρνηση, φιλοπατρία, γενναιότητα και θυσία.

Είναι ο αριθμός 300.

Μετά από 372 χρόνια από την Άλωση της Πόλης, εκεί στα 1825, η Ελληνική Επανάσταση διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, όχι μόνο από τον Ιμπραήμ, αλλά και εξαιτίας του ταυτόχρονου εμφύλιου σπαραγμού.

Ο Αιγύπτιος Πασάς, μετά την κατάληψη του Νιόκαστρου στην Πύλο, γρήγορα έγινε κυρίαρχος σχεδόν όλης της Μεσσηνίας και ετοιμαζόταν να βαδίσει κατά της Τριπολιτσάς, που κατείχαν οι Έλληνες από το 1822.

Στις απελευθερωμένες περιοχές κυβερνούσε το «Εκτελεστικό» υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη, ενώ οι αρκετοί οπλαρχηγοί (Κολοκοτρώνης, Δεληγιάννης κ.ά.) βρίσκονταν στις φυλακές, θύματα της εμφύλιας διαμάχης. Ο Παπαφλέσσας, που ασκούσε καθήκοντα Υπουργού Στρατιωτικών, διείδε τον κίνδυνο που διέτρεχε η Επανάσταση και παρότι πολιτικός φίλος του Κουντουριώτη και αντίπαλος του Κολοκοτρώνη, εισηγήθηκε την απελευθέρωση των φυλακισμένων οπλαρχηγών, αλλά δεν εισακούστηκε.

Συν τοις άλλοις, προσπάθησε να οργανώσει ένα επαρκές στράτευμα για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ, μπαίνοντας ο ίδιος επικεφαλής, αλλά κι εκεί συναντούσε απροθυμία από όλους.

Στα μέσα Μαΐου, αποφάσισε να αναλάβει δράση και να αντιπαρατεθεί ο ίδιος με τον εχθρό, σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει τους Έλληνες.

Με λίγους άνδρες αναχώρησε από το Ναύπλιο και αφού διέσχισε την Πελοπόννησο κατέλαβε την ανατολική πλευρά του όρους Μάλα στο Μανιάκι της Μεσσηνίας, ένα λόφο που «βλέπει» όλη την περιοχή μέχρι το Νιόκαστρο και από όπου θα είχε καλύτερη εποπτεία των κινήσεων του εχθρού.

Ο Ιμπραήμ με τις υπηρεσίες πληροφοριών που διέθετε, εντόπισε εύκολα τις θέσεις των ανδρών του Παπαφλέσσα και κινήθηκε εναντίον του με 12.000 πεζούς και ιππείς. Ο Παπαφλέσσας μόλις και μπόρεσε να παρατάξει 800 άνδρες.

Κατασκεύασε πρόχειρα προχώματα (ταμπούρια) και παρέταξε τους άνδρες τους σε άμυνα τριών σειρών. Κάποιοι από τους οπλαρχηγούς, του πρότειναν να δώσουν αλλού τη μάχη, επειδή η περιοχή ήταν ακατάλληλη και διότι θεώρησαν ότι τα ταμπούρια που είχαν κατασκευάσει θα ήταν εύκολη υπόθεση για το αιγυπτιακό ιππικό.

Ο Παπαφλέσας επέμεινε να δώσει τη μάχη στο Μανιάκι, υπολογίζοντας στις ενισχύσεις που περίμενε ή τουλάχιστον που έτσι άφηνε να φανεί, για να τονώσει το ηθικό των ανδρών του.

Η αλήθεια είναι ότι ο Γρηγόριος Δικαίος (το κοσμικό όνομα του Παπαφλέσσα), ήξερε ότι κανείς δεν θα ερχόταν τελικά, αλλά πίστευε ακράδαντα ότι έπρεπε να σταθεί μπροστά στον Ιμπραήμ, δείχνοντας ότι δεν τον φοβάται, ακόμα κι αν έπρεπε να χαθεί, γιά να συνταράξει με την γενναιότητά του, τους τρομοκρατημένους Έλληνες και να τους κάνει να ψυχωθούν.

Με τη θέα λοιπόν των ορδών του Ιμπραήμ στις 19 Μαΐου 1825, αρκετοί από τους Έλληνες καταλήφθηκαν από φόβο και αρνήθηκαν να πολεμήσουν και σχεδόν αμέσως άρχισαν οι διαρροές και οι λιποταξίες. Το σύνθημα της αποχώρησε έδωσε ένας μανιάτης οπλαρχηγός με καμιά δεκαριά άνδρες που κίνησε για τα ξερόβραχα της Μάνης και στη συνέχεια η φυγή γενικεύτηκε μαζικά. Το ελληνικό στρατόπεδο πλέον δεν αριθμούσε πάνω από 300 άνδρες.

Η μάχη άρχισε το πρωί της 20ης Μαΐου 1825 και κράτησε περίπου οκτώ ώρες.

Για τους πεπειραμένους Αιγύπτιους και τους Γάλλους αξιωματικούς τους, δεν ήταν εύκολο να κάμψουν την αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων κι αυτό διότι και οι 300 πολέμησαν με υπέρμετρη γενναιότητα επί τόσες ώρες.

Τα ταμπούρια τους έμεναν απλησίαστα από το Οθωμανικό πεζικό που όταν εφορμούσε δεχόταν βροχή τα βόλια των τριακοσίων.

Κάποια στιγμή που ο Ιμπραήμ αποκαμωμένος με τα αποτυχημένα συνεχή γιουρούσια του στρατεύματος διέταξε «γενική επίθεση» και των 12.000 ανδρών του, τα καρυοφίλια πλέον δεν προλάβαιναν να απωθήσουν τους «αραπάδες» του Αιγύπτιου Πασά.

Έτσι τελικά οι άνδρες του Ιμπραήμ και με την βοήθεια του ιππικού τους, εισέβαλαν μετά από αλλεπάλληλες συνεχείς επιθέσεις στα ταμπούρια των Ελλήνων και τους σκότωσαν σχεδόν όλους, ανάμεσά τους και τον Παπαφλέσσα, ο οποίος βρισκόταν στο πρώτο ταμπούρι δίπλα από την Ελληνική επαναστατική σημαία.

Μετά την μάχη, ο Ιμπραήμ παρότι αλλόθρησκος ζήτησε να του φέρουν μπροστά του την σορό του Παπαφλέσσα. Αφού λοιπόν έβαλε και τον έστησαν έτσι όπως ήταν αιματοβαμμένος σε ένα δένδρο, τον φίλησε στο μέτωπο σαν ένδειξη περιστασιακού σεβασμού σε έναν γενναίο αντίπαλο.

Μετά όμως, κατά τα γνώριμα ήθη των Οθωμανών, διέταξε να του κόψουν το κεφάλι και να το περιφέρουν στο στράτευμα σαν λάφυρο.

Η Μάχη στο Μανιάκι ήταν μια άνιση μάχη από όλες τις πλευρές και έφερε στη μνήμη πολλών τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη θυσία των 300 του Λεωνίδα.

 

Κωνσταντίνος Α. Δημητριάδης

Ιστορικός Μελετητής – Συγγραφέας – Δημοσιογράφος

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ