Δεν απέχουμε πολύ από το να χρωστάμε χάριτες στον Πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν για την υπενθύμιση που μας έστειλε με το μήνυμά του «Μην ξεχνάτε τη Σμύρνη», γιατί πραγματικά αρκετοί Έλληνες λησμονούν ή αδιαφορούν. Σ’ ευχαριστούμε και σου υποσχόμαστε ότι θα τηρήσουμε τη συμβουλή σου και δεν θα ξεχάσουμε ποτέ, όχι μόνο τη Σμύρνη, αλλά και πολλά άλλα.

Δεν θα ξεχάσουμε ούτε την Άλωση της Βασιλεύουσας, ούτε τη γενοκτονία των Ποντίων, ούτε τις σφαγές της Χίου και την καταστροφή των Ψαρών. Δεν θα ξεχάσουμε μαζί με τη Σμύρνη και τα Πετρωτά το Ζάλογγο της Ιωνίας, ούτε τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955. Ούτε την εισβολή στην Κύπρο θα ξεχάσουμε. Τίποτα δεν θα ξεχάσουμε αφέντη Ερντογάν. Γι’ αυτό κοιμού ήσυχος και σου αφιερώνουμε ένα πασίγνωστο ποίημα του αθάνατου Αριστοτέλη Βαλαωρίτη με τίτλο «Ο Βράχος και το Κύμα» έτσι για να νανουρίσει τον ύπνο της αλαζονίας σου και πού ξέρεις «μπορεί και να μας δεις ξαφνικά ένα βράδυ μπροστά σου».

 

Ο ΒΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΜΑ

«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο

λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.

«Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,

μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.

Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἄρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα,

ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα

τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα,

βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!

Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο

καὶ σὄγλυφα καὶ σὄπλενα τὰ πόδια δουλωμένο,

περήφανα μ᾿ ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου

νὰ δεῖ τὴν καταφρόνεση, ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου.

Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἐφιλοῦσα

μέρα καὶ νύχτα σ᾿ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα

καὶ τὴν πληγὴ ποὺ σ᾿ ἄνοιγα, τὸ λάκκο πού ῾θε κάμω

μὲ φύκη τὸν ἐπλάκωνα, τὸν ἔκρυβα στὴν ἄμμο.

Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,

τὰ θέμελά σου τά ῾φαγα, σ᾿ ἔκαμα κουφολίθι.

Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι

θὰ σὲ πατήση στὸ λαιμόÖ Ἐξύπνησα λιοντάρι!»

Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στην καταχνιὰ κρυμμένος,

ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.

Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες,

τοῦ φεγγαριοῦ, ποὖταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες.

Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν

καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,

καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε

τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.

Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαγχνη φοβέρα,

χίλιες φορὲς τὴν ἄκουσεν ὁ βράχος στὸν ἀθέρα

ν᾿ ἀντιβοᾶ τρομαχτικὰ χωρὶς κὰν νὰ ξυπνήσει,

καὶ σήμερα ἀνατρίχιασε, λὲς θὰ λιγοψυχήσει.

«Κῦμα, τὶ θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τὶ μὲ φοβερίζεις;

Ποιὸς εἶσαι σὺ κι ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζεις,

ἀντὶ μὲ τὸ τραγούδι σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνεις,

καὶ μὲ τὰ κρύα σου νερὰ τὴ φτέρνα μου νὰ πλένεις,

ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ᾿ ἀφροὺς στεφανωμένο;

Ὅποιος κι ἂν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δὲν πεθαίνω!»

«Βράχε, μὲ λένε Ἐκδίκηση. Μ᾿ ἐπότισεν ὁ χρόνος

χολὴ καὶ καταφρόνεση. Μ᾿ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.

Ἤμουνα δάκρυ μιὰ φορὰ καὶ τώρα κοίταξέ με,

ἔγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.

Ἐδῶ μέσα στὰ σπλάγχνα μου, βλέπεις, δὲν ἔχω φύκη,

σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιὰ καὶ καταδίκη,

ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ ἄδη μου τ᾿ ἀχνάρια…

Μ᾿ ἔκαμες ξυλοκρέβατο… Μὲ φόρτωσες κουφάρια…

Σὲ ξένους μ᾿ ἔριξες γιαλούς… Τὸ ψυχομάχημά μου

τὸ περιγέλασαν πολλοὶ καὶ τὰ πατήματά μου

τὰ φαρμακέψανε κρυφὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.

Μέριασε βράχε, νὰ διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη,

καταποτήρας εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου,

γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!»

Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κῦμα στὴν ὁρμή του

ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.

Χάνεται μὲς τὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει

σὰ νἆταν ἀπὸ χιόνι.

Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιὰ λίγο ἀγριεμένη

ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει

στὸν τόπο ποὖταν τὸ στοιχειό, κανεὶς παρὰ τὸ κῦμα,

ποὺ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα.

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης

 

Τάσος Συμιγδαλάς

Εκδότης Ήλεκτρον

Επικεφαλής Κ.Υ.Μ.Α. Ελληνισμού.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ