Μια ακόμα σημαντική στιγμή όπου ο αριθμός «300» έχει σημαδέψει την Ελλάδα μας, πέραν από τις Θερμοπύλες, εμφανίζεται μετά από ακριβώς 1.933 χρόνια, στα Θεοδοσιανά τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, εκεί μπροστά στο Μέγα τείχος, τα ξημερώματα της Τρίτης 29ης Μαΐου 1453. Εκεί μπροστά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα η πεδιάδα του Λύκου ποταμού, γέμιζε αργά από ένα ανθρώπινο ποτάμι. Δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες ο ένας δίπλα στον άλλο συγκεντρώνονταν και ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση.
Στην πρώτη γραμμή οι «άτακτοι», οι βασιβουζούκοι, το ανομοιογενές ασκέρι που ακολούθησε τον Σουλτάνο στην εκστρατεία του για το πλιάτσικο. Χωρίς «πιστεύω», χωρίς φιλοπατρία. Μόνο για το πλιάτσικο.
Ψηλά από τα τείχη οι υπερασπιστές χαμογέλασαν. Δεν τους φόβισε ο τεράστιος όγκος του πρώτου κύματος των επιτιθεμένων. Ίσα ίσα τους εξυπηρετούσε τόσο κοντά που ήταν ο ένας με τον άλλον. Δεν θα χρειαζόταν καν να σημαδεύουν. Το σχέδιο του Μωάμεθ ήταν απλό σε σύλληψη. Θα εξουθένωνε τους υπερασπιστές μέχρι τελικής πτώσεως. Ήταν λίγοι και ο στρατός του, υπερεικοσαπλάσιος.
Είχε κόσμο να θυσιάσει ενώ εκείνοι όχι. Μπορούσε να στέλνει στρατεύματα κατά κύματα μέχρι το σπαθί στα χέρια των υπερασπιστών πάνω στα τείχη να γίνει ασήκωτο από τις συνεχόμενες μάχες.
Μόλις δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης, η φύση τρόμαξε!
Χιλιάδες κραυγές, αλαλαγμοί, φωνές, και επικλήσεις στον Αλλάχ, έσκισαν τον σκοτεινό ουρανό της Κωνσταντινούπολης.
Τα κανόνια από το στρατόπεδο των Τούρκων, ξερνούσαν φωτιά προς τα τείχη. Τα τύμπανα χτυπούσαν σε ένα δαιμονισμένο ρυθμό που πάγωνε το αίμα. Τα πράσινα μπαϊράκια του Μωάμεθ και των Οθωμανικών ορδών του, κυμάτιζαν ξέφρενα μέσα στο σκοτάδι.
Ο Πρωτοστράτορας (σ.σ. επικεφαλής της άμυνας) Ιουστινιάνης από τα τείχη μονολόγησε: «ελάτε…» και χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο τρομακτικό. Στη συνέχεια ούρλιαξε: «Στα όπλα. Έρχονται τα σκυλιά. Ειδοποιήστε τον Αυτοκράτορα, χτυπήστε τις καμπάνες.»
Σε λίγα λεπτά ο Αυτοκράτορας της Νέας Ρώμης, Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος έπαιρνε τη θέση του στα τείχη ανάμεσα στους υπερασπιστές, σαν απλός στρατιώτης.
Ο Ιουστινιάνης γύρισε το κεφάλι του και τον είδε να δένει τον μεταλλικό του θώρακα. Βρισκόταν ακριβώς πίσω του, στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Σε ένα τείχος ψηλότερα από όλους. Ούρλιαξε με την βαριά φωνή του για να ακουστεί μέσα στον χαλασμό που έκαναν τώρα και όλες οι καμπάνες από κάθε εκκλησιά της Πόλης: «Κλείδωσε μας. Κλείδωσε μας».
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος του έγνεψε καταφατικά και με μια κίνηση των χεριών του, έδειξε στον Ιουστινιάνη ότι τον ευχαριστεί.
Οι βαριές πόρτες εξόδου, στα νώτα των υπερασπιστών προς την πόλη έκλεισαν και κλειδώθηκαν. Τώρα όποιος ήταν στα τείχη ή θα νικούσε ή θα πέθαινε. Μπροστά στην Πύλη ο Ιουστινιάνης έδινε τις τελευταίες οδηγίες. Οι καμπάνες συνέχιζαν να χτυπούν άγρια, τα τύμπανα να κάνουν τη γη να τρέμει και οι βασιβουζούκοι να ουρλιάζουν και να εφορμούν προς τα τείχη. Από ψηλά φαινόντουσαν να είναι άπειροι, δεκάδες χιλιάδες.
«Τώρα» ούρλιαξε ο Πρωτοστράτορας και μια πυκνή βροχή από βέλη, θέρισαν τις πρώτες σειρές των επιτιθεμένων. Σαν να προσέκρουσαν σε κάποιον αόρατο τοίχο οι βασιβουζούκοι σταμάτησαν και σωριάζονταν νεκροί. Από ψηλά οι τοξότες άδειαζαν τις φαρέτρες τους σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Δεν σημάδευαν αλλά κανένα βέλος δεν πήγαινε χαμένο. Τόσο πυκνές ήταν οι γραμμές των Οθωμανών ατάκτων. Τα τηλεβόλα και τα αρκεβούζια των βυζαντινών και των Λατίνων είχαν πάρει φωτιά. Ο Ιουστινιάνης έτρεχε πάνω κάτω και εμψύχωνε τους συμπολεμιστές του. Οι 800 σιδερόφραχτοι σύντροφοι του, με μια κίνηση έβγαλαν τα σπαθιά τους και περίμεναν. Μαζί τους και οι Βυζαντινοί στρατιώτες.
Οι Βασιβουζούκοι ήταν ένα ασκέρι ατάκτων από κάθε μεριά του κόσμου. Όταν κατάλαβαν ότι με τις φωνές και τις κραυγές η πόλη δεν πέφτει, δείλιασαν. Οι βυζαντινοί τους μακέλευαν και δεν είχαν προλάβει καν να πλησιάσουν τα τείχη. Έκαναν να υποχωρήσουν. Ο τεράστιος όγκος των χιλιάδων αυτών ερασιτεχνών πολεμιστών ξαφνικά άλλαξε μέτωπο και υποχωρούσε. Γυρνούσε πίσω.
Ο Μωάμεθ που παρακολουθούσε τη μάχη περίμενε την εξέλιξη αυτή. Κούνησε κοφτά το κεφάλι του και έδωσε ένα σύνθημα. Αμέσως στα νώτα των υποχωρούντων βασιβουζούκων ανέλαβαν δράση οι τρομεροί Τσαούσηδες. Αξιωματικοί του Οθωμανικού στρατού. Επαγγελματίες στρατιώτες έπαιξαν το ρόλο «του στρατονόμου». Με τα τεράστια γιαταγάνια τους αλλά και με βαριά μεταλλικά ρόπαλα τιμωρούσαν, σκότωναν, ή άφηναν ανάπηρο όποιον υποχωρούσε. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Οι βασιβουζούκοι αφού είδαν εκατοντάδες συντρόφους τους να πέφτουν από σπαθί ομόθρησκου συμπολεμιστή τους επειδή υποχωρούσαν, άλλαξαν πάλι μέτωπο και ξεχύθηκαν προς τα τείχη. Τουλάχιστον αν πέθαιναν πάνω στη μάχη από το σπαθί των «άπιστων», θα πήγαιναν στον παράδεισο, όπου τους περίμεναν τα πιλάφια και οι παρθένες του Προφήτη τους. Η τεράστια τάφρος είχε γεμίσει με νεκρούς άτακτους…
Μετά από 3 ώρες μάχης σώμα με σώμα, οι Βασιβουζούκοι διατάχτηκαν να υποχωρήσουν. Οι υπερασπιστές ούρλιαζαν από χαρά και ενθουσιασμό. Οι πανοπλίες, τα πρόσωπα, τα μαλλιά τους ήταν κατακκόκινα από το αίμα των Τούρκων. Οι απώλειες τους ήταν σχετικά ελάχιστες.
Όμως τα χέρια τους βάραιναν επικίνδυνα. Είχαν κουραστεί από το μακέλεμα των Οθωμανών.
Τότε νέο κύμα επίθεσης ξεκινούσε. Τη θέση των ατάκτων μετά από τρεις ώρες μάχης έπαιρνε τώρα ο τακτικός στρατός των Οθωμανών. Αμέτρητες σειρές από Αλοφατζήδες, από Καρίπηδες, από Δελήδες, από Μποσταντζήδες και φυσικά από Σπάχηδες, εφορμούσαν προς τα τείχη.
Ήταν ξεκούραστοι και ήθελαν να αποδείξουν ότι δίκαια άνηκαν στον τρομερό στρατό του Σουλτάνου. Από την άλλη οι υπερασπιστές άρχιζαν να καταβάλλονται από την κούραση.
Και ο Σουλτάνος δεν τους άφησε ούτε λεπτό για να ξεκουραστούν. «Κουράγιο αδέρφια» βροντοφώναξε ο Αυτοκράτορας από τα τείχη. «’Ότι έπαθαν οι προηγούμενοι θα πάθουν και αυτοί.» Και πράγματι έτσι έγινε. Επί τρεις ώρες οι υπερασπιστές έκοβαν το νήμα της ζωής των χιλιάδων Οθωμανών στρατιωτών.
Τρεις ώρες μάχης σώμα με σώμα που εάν υπολογίσουμε και τις προηγούμενες, συνολικά οι υπερασπιστές των τειχών πολεμούσαν έξι ώρες αδιάκοπτα. Έξι ώρες να σηκώνουν και να κατεβάζουν συνέχεια ένα βαρύ σπαθί και να μακελεύουν…
Η κούραση άρχισε να τους καταβάλει. Κι οι απώλειες αυτήν την φορά ήταν μεγάλες.
Γλυκοχάραζε και η πεδιάδα του Λύκου ήταν τώρα ένας λασπότοπος γεμάτος αίματα και χιλιάδες πτώματα. Ο Σουλτάνος άρχισε να νιώθει άβολα μπροστά στην προοπτική της αποτυχίας.
Η Πόλη απέναντι του όχι μόνο άντεξε αλλά και διέλυσε μεγάλο μέρος του στρατού του. Διέταξε και το δεύτερο κύμα να υποχωρήσει και έστρεψε το κατασκότεινο πρόσωπο του προς τον Αγά των Γενιτσάρων που στεκόταν πίσω και αριστερά του.
Θα τα έπαιζε όλα για όλα.
Οι Γενίτσαροι ήταν έτοιμοι να εφορμήσουν. Όλοι στα τείχη βαστούσαν την ανάσα τους.
Οι Γενίτσαροι έτρεχαν σκυφτοί. Κοίταζαν μόνο μπροστά. Δεν φώναζαν, ούτε ούρλιαζαν όπως οι προηγούμενοι. Το θεωρούσαν υποτιμητικό. Απλά έτρεχαν.
«Αυτοί είναι οι τελευταίοι, αδέρφια μου» φώναξε ο αυτοκράτορας από ψηλά. «Κρατήστε τις θέσεις σας, μην λιγοψυχάτε τώρα».
Οι Γενίτσαροι πέρασαν την τάφρο, πέρασαν και το Μικρό τείχος και έφτασαν κάτω από το Μέγα τείχος. Έστησαν με ταχύτητα τις σκάλες τους. Από ψηλά οι υπερασπιστές άδειαζαν καυτό λάδι, και πετούσαν πέτρες προς τα κάτω. Οι Γενίτσαροι ένας προς έναν συναντούσαν τον Αλλάχ τους. Κανείς τους δεν φώναζε. Κανείς τους δεν ούρλιαζε. Και όποιος πέθαινε αμέσως κάποιος άλλος έπαιρνε τη θέση του.
Είναι η στιγμή που ο χρόνος σταματάει… Είναι η στιγμή που μια αυτοκρατορία πεθαίνει.
Είναι η στιγμή που χίλια και βάλε χρόνια περνάνε στο παρελθόν. Η μοίρα που λες και αμφιταλαντευόταν τόσες ώρες, αποφάσισε να δώσει τη νίκη στους Οθωμανούς.
Εξάλλου η έκπληξη θα ήταν εάν η Πόλη δεν έπεφτε…
Έπεσε όμως με τρία απλά και μοναδικά μοιραία στην ιστορία γεγονότα, που έκριναν τα πάντα.
Στη Βόρεια πλευρά του τείχους, κάτω σχεδόν από το παλάτι των Βλαχερνών σε μια μικρή γωνιά του που κάνει ο τοίχος βρίσκεται ένα πορτάκι. Μια μικρή πόρτα ξύλινη, που κάποτε οι αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν όταν έβγαιναν για κυνήγι. Το πορτάκι σχεδόν δεν φαίνεται ακόμη και εάν κάποιος είναι πολύ κοντά. Οι παλιοί το ονόμαζαν «κερκόπορτα». Αυτό το πορτάκι οι πολιορκημένοι πολλές φορές το είχαν χρησιμοποιήσει στις εφόδους τους. Έβγαιναν μέχρι και πενήντα άνδρες και ταχύτατα καλπάζοντας με τα άλογα τους σάρωναν όποιον Οθωμανό στρατιώτη έβρισκαν μπροστά τους. Μετά σαν φαντάσματα έμπαιναν πάλι από την πόρτα αυτή την ασφάλιζαν και έπαιρναν τις θέσεις τους στα τείχη.
Λοιπόν με κάποιο «περίεργο» τρόπο η πόρτα αυτή, εκείνη την μοιραία στιγμή βρέθηκε να έχει μείνει …ανοιχτή.
Την ξέχασαν καθώς επέστρεφαν μετά από κάποια επιδρομή οι Βυζαντινοί;
Κάποιο χέρι από μέσα που ήθελε να μπουν οι Οθωμανοί, την ξεκλείδωσε;
Κανείς δεν ξέρει , ούτε θα μάθει ποτέ. Πολλά λέχθηκαν, αλλά τίποτα δεν τεκμηριώθηκε.
Από την πόρτα αυτή λοιπόν, μπήκαν κάποιοι Γενίτσαροι οι οποίοι έγιναν αντιληπτοί σχεδόν αμέσως από τους Βυζαντινούς. Με άλογα και πεζοί, οι υπερασπιστές έπεσαν πάνω τους και τους εξολόθρευσαν. Ένας από εκείνους όμως κατάφερε να σκαρφαλώσει στο τείχος και να τοποθετήσει σε ενα σημείο του τη σημαία του Σουλτάνου. Η σημαία από παράβλεψη των αμυνομένων έμεινε εκεί και δεν κατέβηκε…
Την ίδια στιγμή σαν να έπαιζε ένα παιχνίδι η μοίρα, ο Ιουστινιάνης, ο άνθρωπος που ουσιαστικά μαζί με τον Αυτοκράτορα κρατούσε την Πόλη, τραυματίζεται. Είδε μέσα από την κατάμαυρη πανοπλία του να ξεπηδά αίμα. Κάποιο βέλος καρφώθηκε χαμηλά στην κοιλιά του. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος και όσο περνούσε η ώρα ο Ιουστινιάνης σφάδαζε. Οι σύντροφοι του, άφησαν τις θέσεις τους στις πολεμίστρες και έτρεξαν να προστατεύσουν τον ηγέτη τους.
Από τα τείχη έφυγε η ελίτ της άμυνας οι σιδερόφραχτοι ιππότες του Γενουάτη γίγαντα. Οι γενίτσαροι συνέχιζαν να ανεβαίνουν… Ο Ιουστινιάνης φώναξε στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να του πετάξει τα κλειδιά της Πύλης για να φύγει. «Αδελφέ» απάντησε με αγωνία από ψηλά ο Παλαιολόγος «άντεξε λίγο ακόμη σε παρακαλώ».
Ο Ιουστινιάνης σε κρίση πανικού και φρικτού πόνου ούρλιαξε: «Πέταξε μου τα κλειδιά ανάθεμα με. Πεθαίνω δεν το βλέπεις;». Ο αυτοκράτορας υποχώρησε και πέταξε τα κλειδιά. Οι πιστοί σύντροφοι του Ιουστινιάνη άφησαν τα τείχη και κρατώντας τον στα χέρια έτρεξαν προς τα 2 πλοία που τους περίμεναν στο λιμάνι.
Οι Βυζαντινοί έμειναν πλέον μόνοι τους, να κρατήσουν όλο το βάρος της άμυνας της Πόλης.
Αργότερα πολλοί κατηγόρησαν τον Ιουστινιάνη ότι λιγοψύχησε και για ένα μικρό τραυματισμό έφυγε. Η πραγματικότητα είναι όμως εντελώς διαφορετική. Ο Ιουστινιάνης σε όλες τις ημέρες της πολιορκίας, ποτέ δεν δείλιασε, ποτέ δεν έκανε πίσω. Πρώτος δίπλα στον Κωνσταντίνο απωθούσε τους Οθωμανούς. Ευκαιρίες να φύγει είχε πολλές. Και μάλιστα να αλλάξει και στρατόπεδο γεμίζοντας τις τσέπες του με χρυσάφι. Δεν το έκανε. Έμεινε στις επάλξεις…
Το τρίτο περιστατικό που συνέβη σχεδόν ταυτόχρονα με τα άλλα δύο ήταν και αυτό καθοριστικό.
Την ίδια στιγμή λοιπόν που στις επάλξεις κυμάτισε για πρώτη φορά το μπαϊράκι του Σουλτάνου, την ίδια στιγμή που ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε και αποχώρησε, μια ομάδα Γενιτσάρων, καθοδηγούμενη από τον Καφέρ Μπέη, σκαρφάλωσε στα τείχη και πάτησε το πόδι της κάτω από τον Άγιο Ρωμανό. Εκεί κάποιος θηριώδης Γενίτσαρος που πλέον από τους Τούρκους θεωρείται ήρωας, ο Χασάν από το Ουλουμπάτ συνοδευόμενος από μια ομάδα τριάντα συντρόφων του, κατάφερε να προχωρήσει κατά μήκος των επάλξεων, απωθώντας τους παραπαίοντες αμυνόμενους που προσπαθούσαν να τον σταματήσουν.
Με μια σημαία του Σουλτάνου Μωάμεθ στο αριστερό και ένα τεράστιο κυρτό σπαθί στο δεξί χέρι, κράτησε για λίγα λεπτά τη θέση του περικυκλωμένος από Βυζαντινούς. Οι άλλοι γενίτσαροι που τον είδαν εμπνεύστηκαν από το θάρρος του και όρμησαν με περισσότερη λύσσα κατά των υπερασπιστών. Ο γιγαντιαίος γενίτσαρος κάρφωσε τη σημαία του Ισλάμ στα τείχη της Βασιλεύουσας των χριστιανικών πόλεων. Σύντομα οι αμυνόμενοι ανασυντάχτηκαν και με ομοβροντία από βέλη, πέτρες και ακόντια έριξαν κάτω τους τριάντα Γενίτσαρους και κύκλωσαν τον Χασάν.
Με κόκκινα μάτια από την ένταση της μάχης του επιτέθηκαν, τον γονάτισαν και στην κυριολεξία τον κομμάτιασαν.
Τα ελάχιστα λεπτά που άντεξε όμως, ήταν αρκετά για ακόμη περισσότερους γενίτσαρους να σκαρφαλώσουν στα τείχη. Η μάχη είχε πλέον κριθεί.
Ο Σουλτάνος που παρακολουθούσε πια από κοντά τη μάχη, ενώ είχε σηκώσει το χέρι να σημάνει υποχώρηση, είδε με το έμπειρο μάτι του την αναταραχή στις γραμμές των υπερασπιστών.
Τότε αντί για υποχώρηση έδωσε εντολή όλες οι δυνάμεις του να πέσουν στο σημείο εκείνο. Σαν πλημμυρίδα χιλιάδες άνδρες άρχισαν να εισβάλλουν στον θύλακα που ο Σουλτάνος τους υπέδειξε.
Οι αμυνόμενοι υποχώρησαν υπό το βάρος του αριθμού των επιτιθεμένων. Σε ένα τέταρτο 30.000 Οθωμανοί ανέβηκαν στα τείχη. Τώρα όλοι ούρλιαζαν απόκοσμα και έσφαζαν όποιον συναντούσαν.
Η Πόλις Εάλω. Η Πόλις Εάλω. Η υποχώρηση έγινε πλέον πανικός.
Πύλη Αγίου Ρωμανού πρωινό 29 Μαΐου 1453.
Το πρόσωπο του Αυτοκράτορα είχε μεταβληθεί σε μια μάσκα πόνου. Δεν πίστευε και ο ίδιος πόσο γρήγορα και ξαφνικά ανατράπηκε η κατάσταση. Οι Οθωμανοί έμπαιναν πλέον από παντού. Μέσα στον πανικό και τον χαμό, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν αδύνατον να κάνει το παραμικρό. Έστρεψε το πρόσωπο του προς τα πίσω. Έβλεπε από ψηλά την αγαπημένη του πόλη να ψυχορραγεί. «Όλα τελείωσαν λοιπόν» μουρμούρισε και πρόσταξε την φρουρά του να αποχωρήσει. Κανείς τους όμως δεν έφυγε. Ήταν περίπου 300 άνδρες. Αφού κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους, αποφάσισαν και έμειναν και οι 300 εκεί. Ο ίδιος με ψυχραιμία κατέβηκε από τα τείχη κι αφού ανέβηκε στο άλογό του, το κλώτσησε στα πλευρά για να καλπάσει. Τον συνόδευαν οι καλοί του φίλοι , ο Ιωάννης Δαλματός, ο Δον Φρανσίσκο ντε Τολέδο, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Καντακουζηνός. Ο Θεόφιλος τον προέτρεψε να φύγει και να σωθεί. «Δεν φεύγω» είπε. «Η πόλη μου πεθαίνει και μαζί της θα πεθάνω και εγώ».
Ο Αυτοκράτορας της Νέας Ρώμης, ο Αυτοκράτορας της Βασιλεύουσας, ο τελευταίος Αυτοκράτορας των Ελλήνων, δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Ξεθήκωσε το σπαθί του και όρμησε. Πίσω του οι σύντροφοι του έκαναν το ίδιο. Όπως η φωτιά καίει τα δάση, έτσι και ο Κωνσταντίνος θέριζε τους Γενίτσαρους. Δεχόταν χτυπήματα αλλά παρέμενε όρθιος. Σε λίγα λεπτά οι τέσσερις σύντροφοι του κείτονταν νεκροί.
Είχε περικυκλωθεί. Η πανοπλία και ο μανδύας του ήταν μέσα στα αίματα. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. Όχι από πόνο. Δάκρυα για τον χαμό της θεοφύλακτης Πόλης. Ο Κωνσταντίνος ζύγισε το σπαθί στο κουρασμένο του χέρι. «Δεν υπάρχει ένας Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;» φώναξε προς τους άνδρες της φρουράς του που έπεφταν κι αυτοί μαχόμενοι ο ένας μετά τον άλλο. Και σε μια χωρίς ελπίδα και λογική προσπάθεια όρμησε για τελευταία φορά. Δέχτηκε από πίσω ένα δυνατό χτύπημα. Όλα μαύρισαν στα μάτια του. Κατέρρευσε.
Οι γενίτσαροι έπεσαν πάνω του… Κανείς ποτέ δεν τον ξαναείδε…
Σε λίγο νεκροί θα κείτονταν και οι 300 υπερασπιστές της Πύλης του Αγίου Ρωμανού.
Κωνσταντίνος Α. Δημητριάδης
Ιστορικός Μελετητής – Συγγραφέας – Δημοσιογράφος